- καυκάσιος
- -α, -οαυτός που αναφέρεται στον Καύκασο ή στη χώρα Καυκασία: Ανήκουν στην καυκάσια φυλή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καυκάσιος — α, ο (ΑΜ καυκάσιος, ία, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καύκασο νεοελλ. ως κύριο όν. ο Καυκάσιος, η Καυκασία αυτός που κατάγεται από τον Καύκασο … Dictionary of Greek
Καυκάσιος — Καύκασος Mt. Caucasus fem gen sg (epic doric ionic aeolic) Καύκασος Mt. Caucasus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)